ρήμα (χρησιμοποιείται με αντικείμενο), πλεονάζω ή πλεονάζω, πλεονάζω ή πλεονάζω. να αντιμετωπίζεται ως πλεόνασμα; εκποιήσει; συνταξιοδοτηθεί: Η κυβέρνηση πλεόνασε ορισμένες από τις ερημικές εκτάσεις της.
Τι σημαίνει πλεόνασμα;
1α: η ποσότητα που απομένει όταν ικανοποιηθεί η χρήση ή η ανάγκη. β: υπέρβαση των εισπράξεων σε σχέση με τις εκταμιεύσεις. 2: η υπέρβαση της καθαρής θέσης μιας εταιρείας πάνω από την ονομαστική ή δηλωμένη αξία της μετοχής της. πλεόνασμα. επίθετο.
Τι είναι ο πληθυντικός για το πλεόνασμα;
1 πλεόνασμα /ˈsɚpləs/ ουσιαστικό. πληθυντικός πλεονάσματα . 1 πλεόνασμα. /ˈsɚpləs/ πλεονάσματα πληθυντικού.
Τι είναι ο παρελθοντικός χρόνος του πλεονάσματος;
Ο παρελθοντικός χρόνος του πλεονάσματος είναι πλεονασματικός ή πλεονάζων. Η τριτοπρόσωπη ενική απλή ενεστώτας ενδεικτικός τύπος του πλεονάσματος είναι πλεονάσματα ή πλεονάσματα. Ο ενεστώτας του πλεονάσματος είναι πλεονάζων ή πλεονάζων. Το παρατατικό του πλεονάσματος είναι πλεονάζον ή πλεονάζον.
Τι είδους λέξη είναι πλεόνασμα;
επίθετο [συνήθως ΕΠΙΡΡΗΜΑ ουσιαστικό, Επίσης v-link ADJ to n] Το πλεόνασμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι επιπλέον ή που είναι περισσότερο από όσο χρειάζεται.