infelicity στα βρετανικά αγγλικά
- η κατάσταση ή η ποιότητα του να είσαι δυστυχισμένος ή άτυχος.
- περίπτωση κακής τύχης ή ατυχίας. ατυχία.
- κάτι, π.χ. μια παρατήρηση ή έκφραση, που είναι ακατάλληλη ή ακατάλληλη.
Είναι το Oceanside μία ή δύο λέξεις;
Όχι, το oceanside δεν υπάρχει στο λεξικό scrabble.
Τι σημαίνει Brainsickly;
Ορισμοί του εγκεφαλικού. επίθετο. επηρεασμένος από τρέλα ή παράνοια. συνώνυμα: τρελός, παρανοημένος, διαταραγμένος, τρελός, άρρωστος, ανισόρροπος, παράφρων παράφρων. πάσχει ή χαρακτηρίζει ψυχική διαταραχή.
Τι σημαίνει ατελής;
: μη ευχάριστο: όπως π.χ. α: ακατάλληλη ή έγκαιρη μια άστοχη παρατήρηση. β: αμήχανη, ατυχής μια άτυχη στιγμή. Άλλες λέξεις από infelicitous Συνώνυμα & Αντώνυμα Παραδείγματα Προτάσεων Μάθετε περισσότερα για infelicitous.
Τι σημαίνει injudicious στα αγγλικά;
: μη συνετή: αδιάκριτα, ασύνετα ασυνείδητα ξεσπάσματα.