Μη εύλογη χρονική περίοδος σημαίνει, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, τοποθέτηση ή αφήνοντας προσωπική περιουσία ή άλλα απορριφθέντα αντικείμενα για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το μέγιστο χρονικό διάστημα για διόρθωση, αφαίρεση ή μείωση ιδιοκτησία ή όρος όπως προβλέπεται στους νόμους της πόλης και/ή της Πολιτείας. Δείγμα 1.
Τι σημαίνει παράλογο;
1α: δεν διέπεται ή δεν ενεργεί σύμφωνα με τη λογική παράλογα άτομα. β: δεν συμμορφώνεται με τη λογική: παράλογες παράλογες πεποιθήσεις. 2: υπέρβαση των ορίων της λογικής ή του μέτρου που εργάζεται κάτω από αδικαιολόγητη πίεση.
Πώς χρησιμοποιείτε το παράλογο σε μια πρόταση;
Μούριξε καθώς περπατούσε ότι ήταν απλώς παράλογο να του φέρονται έτσι
- Νομίζω ότι είναι παράλογος.
- Πραγματοποιήθηκε προσβολή από τον αδικαιολόγητο καυγά της.
- Δεν ήθελε να φαίνεται παράλογη.
- Οι απεργοί ήταν παράλογοι στις απαιτήσεις τους, αφού απέρριψαν τη συμφωνία πριν από δύο εβδομάδες.
- Μην είσαι τόσο παράλογος.
Τι σημαίνει όχι παράλογο;
1 άμετρος; υπερβολικό. παράλογες απαιτήσεις. 2 άρνηση να ακούσει τη λογική. 3 χωρίς λόγο ή κρίση.
Ποιο είναι το συνώνυμο της λέξης παράλογο;
απαράδεκτο, παράλογο, εξωφρενικό, γελοίο, παράλογο, παράλογο, ανόητο, παράλογο, παράλογο. υπερβολικός, άμετρος, ακραίος, δυσανάλογος, αδικαιολόγητος, υπερβολικός, υπερβολικός,εκβιαστικός, εξωφρενικός, ανυπόφορος, ασυνείδητος. περιττό, αδικαιολόγητο, αδικαιολόγητο, αδικαιολόγητο.