προσαρμ. Αδύνατο να συμβιβαστεί: ασυμβίβαστες διαφορές.
Τι σημαίνει ασυμβίβαστο;
επίθετο. ανίκανος να έρθει σε αρμονία ή προσαρμογή; ασυμβίβαστος: ασυμβίβαστες διαφορές. ανίκανος να αναγκαστεί να συναινέσει ή να συμβιβαστεί· αδυσώπητα αντίθετοι: ασυμβίβαστοι εχθροί. ουσιαστικό.
Είναι ασυμβίβαστο ή ασυμβίβαστο;
Σαν επίθετα η διαφορά μεταξύ ασυμβίβαστου και ασυμβίβαστου. είναι ότι το ασυμβίβαστο είναι ασυμβίβαστο ενώ το ασυμβίβαστο δεν μπορεί να συμβιβαστεί. αντίθετος; ασυμβίβαστος.
Είναι ασυμβίβαστα μια λέξη;
προσαρμ. Αδύνατο να συμβιβαστεί: ασυμβίβαστες διαφορές.
Τι εννοείς ασύμβατο;
1: μη συμβατό: όπως π.χ. α: ανίκανος συνειρμός ή αρμονική συνύπαρξη ασυμβίβαστα χρώματα. β: ακατάλληλα για χρήση μαζί λόγω ανεπιθύμητων χημικών ή φυσιολογικών επιδράσεων ασύμβατα φάρμακα. γ: όχι και οι δύο αληθινές ασυμβίβαστες προτάσεις.