προκαλώντας ή προκαλώντας οίκτο, συμπαθητική λύπη, λύπη κ.λπ. οικτρός; αξιοθρήνητο: Οι συνθήκες στον προσφυγικό καταυλισμό ήταν πολύ πιο αξιολύπητες από οτιδήποτε μας είχε προετοιμάσει η εκπαίδευσή μας. Ατυπος. άθλια ή περιφρονητικά ανεπαρκής: Σε αντάλλαγμα για την επένδυσή μας παίρνουμε ένα αξιολύπητο επιτόκιο τριών τοις εκατό.
Πώς χρησιμοποιείτε τη λέξη αξιολύπητη;
Παράδειγμα αξιολύπητης πρότασης
- Είναι ένα αξιολύπητο ρεκόρ. …
- Η λάμψη και η αίγλη των Σταυροφοριών εξαφανίζονται εκτός από τα αξιολύπητα μεγαλεία του ηλιοβασιλέματος του Σεντ Λούις, καθώς ο Νταντόλο πεθαίνει και ο γενναίος Βιλλεαρδουίνος ρίχνει το στυλό του. …
- Υπήρχε μια αξιολύπητη έκφραση λύπης, προσευχής και ελπίδας σε αυτό.
Το αξιολύπητο σημαίνει άχρηστο;
άχρηστο ή μη αποτελεσματικό με ενοχλητικό τρόπο
Ποιος είναι ένας αξιολύπητος άνθρωπος;
Αν περιγράφετε ένα άτομο ή ένα ζώο ως αξιολύπητο, εννοείτε ότι είναι λυπημένοι και αδύναμοι ή αβοήθητοι και σας κάνουν να το λυπάστε πολύ. … ένα αξιολύπητο σκυλάκι με σγουρή ουρά. Η μικρή ομάδα των θεατών παρουσίασε ένα αξιολύπητο θέαμα. Τώρα φαινόταν μικρή, συρρικνωμένη και αξιολύπητη.
Ποια είναι η ρίζα του αξιολύπητου;
Το
Pathetic μπορεί να εντοπιστεί περαιτέρω στο το ελληνικό pathētikos, που σημαίνει «ικανός να αισθάνεται». Είχε προηγηθεί, ελαφρώς, το σχετικό αξιολύπητο (που έχει το ίδιο νόημα με τις πρώιμες αισθήσεις του αξιολύπητου, αλλά φαίνεται να έχει ξεφύγει από τη χρήση πριν αναλάβει τις «παράλογες» ή «ανεπαρκείς») και αξιολύπητα.