Με παρεμβατικό τρόπο. με εισβολή.
Τι τύπος λέξης είναι ενοχλητικός;
τείνοντας ή ικανό να εισβάλετε; έρχεται χωρίς πρόσκληση ή καλωσόρισμα: ενοχλητικές αναμνήσεις μιας χαμένης αγάπης.
Τι είναι το ουσιαστικό του παρεμβατικού;
εισβολή. Η βίαιη ένταξη ή είσοδος εξωτερικής ομάδας ή ατόμου. η πράξη της εισβολής. (γεωλογία) Μάγμα εξαναγκασμένο σε άλλους βραχώδεις σχηματισμούς. ο βράχος σχηματίστηκε όταν ένα τέτοιο μάγμα στερεοποιείται.
Τι σημαίνει η λέξη παρεμβατική;
1α: χαρακτηρίζεται από εισβολή. β: εισβολή όπου κάποιος δεν είναι ευπρόσδεκτος ή προσκεκλημένος. 2α: που προβάλλει προς τα μέσα έναν διεισδυτικό βραχίονα της θάλασσας. β(1) ενός βράχου: έχει εξαναγκαστεί ενώ βρίσκεται σε πλαστική κατάσταση σε κοιλότητες ή μεταξύ στρωμάτων.
Είναι κάτι επίρρημα;
κάτι (επίρρημα) λογαριασμός (ουσιαστικό) πράξη (ουσιαστικό) … μεγάλη υπόθεση (ουσιαστικό)