1. Προσπαθήστε να κάνετε (κάποιον) να κάνει λάθος, ειδικά με μια υπόσχεση ανταμοιβής. Δείτε Συνώνυμα στο δέλεαρ. 2. Για να είμαι ελκυστική ή ελκυστική για: Μια δεύτερη βοήθεια με έβαλε σε πειρασμό.
Τι σημαίνει όταν μπαίνεις στον πειρασμό;
μεταβατικό ρήμα. 1: να δελεάζω να κάνετε λάθος με την υπόσχεση ευχαρίστησης ή κέρδους. 2α: παρακινώ να κάνουμε κάτι. β: να προκαλέσει έντονη κλίση μπήκε στον πειρασμό να το ονομάσει τερματίζει. 3α: προσπαθώ αλαζονικά: προκαλώ τη μοίρα σε πειρασμό.
Πώς χρησιμοποιείτε το tempted;
Παράδειγμα πρότασης σε πειρασμό
- Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να το πει στην Ντάρσι. …
- Όλοι μπαίνουν στον πειρασμό που και που, Κάσι. …
- Αχ, πόσο χαμηλά πέφτω όταν μπαίνω στον πειρασμό από αυτούς! …
- Δεν μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να περάσετε τη νύχτα μαζί του; …
- Μπαίνω στον πειρασμό να απαντήσω σε τέτοια -- Όλη αυτή η γη στην οποία κατοικούμε δεν είναι παρά ένα σημείο στο διάστημα.
Με βάζεις στον πειρασμό;
να δελεάσεις ή να γοητεύσεις να κάνεις κάτι που συχνά θεωρείται άσοφο, λάθος ή ανήθικο. προσελκύω, προσελκύω έντονα ή προσκαλώ: Η προσφορά με δελεάζει. να αποδώσω έντονα τη διάθεση να κάνω κάτι: Το βιβλίο με έβαλε στον πειρασμό να διαβάσω περισσότερα για το θέμα. να βάλεις (κάποιον) σε δοκιμασία με ριψοκίνδυνο τρόπο. προκαλώ: βάζω σε πειρασμό τη μοίρα κάποιου.
Είναι κακή λέξη στον πειρασμό;
Το ρήμα πειρασμός έχει συχνά αρνητικές επιπτώσεις: "Μην αφήσετε αυτούς τους νταήδες να σας δελεάσουν να επιλέξετε μικρότερα παιδιά!" Όταν κάτι σε δελεάζει, είναισυχνά γνωρίζοντας ότι δεν είναι η καλύτερη ιδέα, όσο ελκυστική κι αν είναι.