in·super·a·able προσθ. Αδύνατο να ξεπεραστεί; ανυπέρβλητο: ανυπέρβλητες πιθανότητες.
Τι σημαίνει ανυπέρβλητο;
: ανίκανος να ξεπεραστεί, να ξεπεραστεί, να ξεπεραστεί ή να λυθεί ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Πώς χρησιμοποιείτε το ανυπέρβλητο σε μια πρόταση;
Ανυπέρβλητο σε μια πρόταση ?
- Όσο σκληρά κι αν προσπάθησε το γατάκι, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την αξεπέραστη πρόκληση να σκαρφαλώσει ξανά στο δέντρο.
- Ο Τσαρλς είναι ένας ανόητος ονειροπόλος που σκαρφίζεται ανυπέρβλητα σχέδια που ποτέ δεν πετυχαίνει.
Τι σημαίνει Pertinacity;
1α: με αποφασιστικότητα σε μια γνώμη, σκοπό ή σχέδιο. β: διεστραμμένα επίμονος. 2: πεισματικά επίμονος.
Ποιο είναι το συνώνυμο του ανυπέρβλητου;
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να ανακαλύψετε 10 συνώνυμα, αντώνυμα, ιδιωματικές εκφράσεις και σχετικές λέξεις για το ανυπέρβλητο, όπως: impossible, συντριπτικός, αδιάβατος, ανυπέρβλητος, κάνω, ακαταμάχητος, ανυπέρβλητος, ξεπεραστέο, άλυτο και ανυπέρβλητο.