υποχρεωτικά - με τρόπο που δεν μπορεί να αποφευχθεί; "Το υπουργείο θεωρεί ότι οι συνεισφορές σε ένα τέτοιο ταμείο θα πρέπει να καλύπτονται από εθελοντικές δωρεές και όχι από υποχρεωτικά επιβαλλόμενα ποσοστά."
Τι σημαίνει υποχρεωτικά;
επίθετο. απαιτείται ως θέμα υποχρέωσης; υποχρεωτική: Η απάντηση είναι επιθυμητή αλλά όχι υποχρεωτική. κατεχόμενο ή υποχρεωτικό (συνήθως ακολουθείται από on ή on): καθήκοντα υποχρεωτικά για όλους. επιβολή ηθικής ή νομικής υποχρέωσης· δεσμευτική: μια υποχρεωτική υπόσχεση.
Ποια είναι τα καλύτερα συνώνυμα του υποχρεωτικού;
Συνώνυμα & Αντώνυμα υποχρεωτικού
- υποχρεωτικό,
- αναγκαστικά,
- επιτακτική,
- υπάρχων,
- ακούσιο,
- υποχρεωτικό,
- απαραίτητο,
- μη επιλεκτικό,
Τι είναι ο ουσιαστικός τύπος του υποχρεωτικού;
υποχρέωση. Η πράξη του να δεσμεύεται κάποιος με έναν κοινωνικό, νομικό ή ηθικό δεσμό με κάποιον. Μια κοινωνική, νομική ή ηθική απαίτηση, καθήκον, σύμβαση ή υπόσχεση που αναγκάζει κάποιον να ακολουθήσει ή να αποφύγει μια συγκεκριμένη πορεία δράσης.
Ποιο είναι το συνώνυμο του υποχρεωτικού;
υποχρεωτικό, υποχρεωτικό, προδιαγεγραμμένο, υποχρεωτικό, απαιτούμενο, νομοθετικό, αναγκασμένο, δεσμευτικό, υφιστάμενος. απαραίτητος, αναγκαίος, επιτακτικός, αναπόφευκτος, αναπόφευκτος, ουσιαστικός.