Υπάρχει τέτοια λέξη ως υποχρεωτικά;

Πίνακας περιεχομένων:

Υπάρχει τέτοια λέξη ως υποχρεωτικά;
Υπάρχει τέτοια λέξη ως υποχρεωτικά;
Anonim

υποχρεωτικά - με τρόπο που δεν μπορεί να αποφευχθεί; "Το υπουργείο θεωρεί ότι οι συνεισφορές σε ένα τέτοιο ταμείο θα πρέπει να καλύπτονται από εθελοντικές δωρεές και όχι από υποχρεωτικά επιβαλλόμενα ποσοστά."

Τι σημαίνει υποχρεωτικά;

επίθετο. απαιτείται ως θέμα υποχρέωσης; υποχρεωτική: Η απάντηση είναι επιθυμητή αλλά όχι υποχρεωτική. κατεχόμενο ή υποχρεωτικό (συνήθως ακολουθείται από on ή on): καθήκοντα υποχρεωτικά για όλους. επιβολή ηθικής ή νομικής υποχρέωσης· δεσμευτική: μια υποχρεωτική υπόσχεση.

Ποια είναι τα καλύτερα συνώνυμα του υποχρεωτικού;

Συνώνυμα & Αντώνυμα υποχρεωτικού

  • υποχρεωτικό,
  • αναγκαστικά,
  • επιτακτική,
  • υπάρχων,
  • ακούσιο,
  • υποχρεωτικό,
  • απαραίτητο,
  • μη επιλεκτικό,

Τι είναι ο ουσιαστικός τύπος του υποχρεωτικού;

υποχρέωση. Η πράξη του να δεσμεύεται κάποιος με έναν κοινωνικό, νομικό ή ηθικό δεσμό με κάποιον. Μια κοινωνική, νομική ή ηθική απαίτηση, καθήκον, σύμβαση ή υπόσχεση που αναγκάζει κάποιον να ακολουθήσει ή να αποφύγει μια συγκεκριμένη πορεία δράσης.

Ποιο είναι το συνώνυμο του υποχρεωτικού;

υποχρεωτικό, υποχρεωτικό, προδιαγεγραμμένο, υποχρεωτικό, απαιτούμενο, νομοθετικό, αναγκασμένο, δεσμευτικό, υφιστάμενος. απαραίτητος, αναγκαίος, επιτακτικός, αναπόφευκτος, αναπόφευκτος, ουσιαστικός.

Συνιστάται: