επίθετο. υπογραφή από κοινού με άλλον ή άλλους. ουσιαστικό, πληθυντικός συν·σημ·νατο·ριες. πρόσωπο που υπογράφει ένα έγγραφο από κοινού με άλλον ή άλλους· συνυπογράφον.
Τι είναι ο συνυπογράφων σε τραπεζικό λογαριασμό;
ένα άτομο ή ένα κράτος που υπογράφει μια συνθήκη ή άλλο έγγραφο από κοινού με άλλους. Οπότε ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι όποιος συνυπογράφει ΕΧΕΙ να υπογράψει μια επιταγή από κοινού με τον κάτοχο τραπεζικού λογαριασμού αλλά δεν είμαι σίγουρος εάν το όνομά του (συνυπογράφοντα) πρέπει να εμφανίζεται στον τύπο -εκτύπωση στο βιβλίο επιταγών.
Τι σημαίνει μη επαναλαμβανόμενο;
unrepeated στα βρετανικά αγγλικά
(ˌʌnrɪˈpiːtɪd) επίθετο. δεν επαναλήφθηκε, απαγγέλθηκε ή επαναφέρθηκε.
Είναι το Unreplicated λέξη;
Ορισμοί για μη αναπαραγόμενο. un·repli·cat·ed.