un·co·op·er·a·tive. επίθ. Μη συνεργάσιμος: ένας μη συνεργάσιμος μάρτυρας.
Τι σημαίνει Ασυνεργασία;
: χαρακτηρίζεται από απροθυμία ή ανικανότητα να συνεργαστεί με άλλους: μη συνεργάσιμος ο ύποπτος ήταν μη συνεργάσιμος με τους ερευνητές, ένας μη συνεργάσιμος μάρτυρας …
Είναι η ασυνεργατικότητα λέξη;
Έννοια της μη συνεργασίας στα Αγγλικά. η ποιότητα του να μην είναι συνεργάσιμος (=δεν θέλει να συνεργαστεί ή να βοηθήσει τους ανθρώπους): Η μη συνεργασία μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι ότι ο ασθενής έχει παραιτηθεί και θέλει πραγματικά να πεθάνει.
Πώς λέτε κάποιον που δεν συνεργάζεται;
Δείτε τον ορισμό του μη συνεργάσιμου στο Dictionary.com. adj.not cooperative.
Είναι μη συνεργάσιμο ή μη συνεργάσιμο;
Ως επίθετα η διαφορά μεταξύ μη συνεργάσιμου και μη συνεργάσιμου. είναι ότι η μη συνεργάσιμη δεν είναι συνεργάσιμη ενώ η μη συνεργάσιμη δεν είναι συνεργάσιμη. μη συνεργάσιμος.