ρήμα (χρησιμοποιείται με αντικείμενο), δυσφήμηση, δυσφήμιση. να επιτεθεί στο καλό όνομα ή τη φήμη του, όπως εκφωνώντας ή δημοσιεύοντας κακόβουλα ή ψευδώς οτιδήποτε βλαβερό. συκοφαντία ή συκοφαντία. συκοφαντώ: Το άρθρο της εφημερίδας δυσφήμησε τον πολιτικό. Αρχαϊκός. να ντροπιάσει? φέρνω ατίμωση.
Τι σημαίνει δυσφήμιση;
μεταβατικό ρήμα. 1 νόμος: να βλάψει τη φήμη του με την κοινοποίηση ψευδών δηλώσεων σχετικά με: να βλάψει τη φήμη του με συκοφαντική δυσφήμιση (βλ. καταχώριση συκοφαντίας 1 έννοια 2α) ή συκοφαντία (βλ. καταχώριση συκοφαντίας 2 αίσθηση 2) δυσφημισμένη τον χαρακτήρα της. 2 αρχαϊκό: κατηγορώ δυσφημισμένο για μαγεία.
Είναι επίθετο η δυσφήμιση;
περιέχει δυσφήμιση; βλάπτει τη φήμη· συκοφαντική ή συκοφαντική: Ισχυρίστηκε ότι το άρθρο στο περιοδικό ήταν δυσφημιστικό.
Τι είναι το ουσιαστικό της δυσφήμισης;
ουσιαστικό. η πράξη δυσφήμισης; ψευδής ή αδικαιολόγητη βλάβη της καλής φήμης ενός άλλου, όπως με συκοφαντία ή συκοφαντία· συκοφαντία: Μήνυσε το περιοδικό για δυσφήμιση χαρακτήρα.
Είναι η δυσφήμιση λέξη;
ρήμα. Να δυσφημήσει? για συκοφαντία ή συκοφαντία.